κατακυκάω
English (LSJ)
beat up, as white of egg in water, Hp.Morb.3.17.
German (Pape)
[Seite 1357] vermischen, Hippocr.; verwirren, Eumath.
Greek (Liddell-Scott)
κατακῠκάω: μέλλ. -ήσω, ἀναμιγνύω καὶ ἀνακατώνω, ἢ φύρω, τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν Ἱππ. 497. 16·- μεταφ., ταράττω, κ. τὴν ναῦν ὀδυρμοῖς Εὐμάθ. 11. 7.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Greek Monolingual
κατακυκῶ, κατακυκάω (AM)
μσν.
ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῖς», Ευμάθ.)
αρχ.
αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυκῶ «αναμιγνύω»].