λαχανοπώλιον

Revision as of 13:26, 6 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, vegetable market, Sch.Ar.Lys. 556, Suid.

German (Pape)

[Seite 20] τό, = λαχανοπωλεῖον, Suid.

Greek Monolingual

λαχανοπωλείο, το (AM λαχανοπωλεῖον Α και λαχανοπώλιον) λαχανοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται λαχανικά, μανάβικο.