λεκανοσκοπία

Revision as of 06:23, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")

English (LSJ)

Ep. λεκανοσκοπίη, ἡ, the inspecting of a dish, in order to divine, Man.4.213.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Beschauen der Schüssel, um daraus zu weissagen, Maneth. 4, 213.

Greek Monolingual

η (Α λεκανοσκοπία, επικ. τ. λεκανοσκοπίη)
η λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανοσκόπος < λεκάνη + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατοσκοπία].