κακοτεχνής

Revision as of 06:38, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυτεχνής].

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]