ἑτοιμότρωτος
German (Pape)
[Seite 1053] leicht zu verwunden, Sp.
Greek Monolingual
ἑτοιμότρωτος, -ον (Μ)
αυτός που εύκολα πληγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρωτός, πρβλ. άτρωτος].
[Seite 1053] leicht zu verwunden, Sp.
ἑτοιμότρωτος, -ον (Μ)
αυτός που εύκολα πληγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρωτός, πρβλ. άτρωτος].