μετάνιπτρον
English (LSJ)
τό, v. sub μετανιπτρίς.
German (Pape)
[Seite 151] τό, = Vorigem, Ath. XI, 486; Hesych. erkl. ἡ ὑστάτη πόσις.
Greek Monolingual
μετάνιπτρον, τὸ (Α)
η μετανιπτρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + + νίπτρον (< νίπτω «πλένω»), πρβλ. ποδόνιπτρον].