μορφοφανής

Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μορφοφᾰνής: -ές, ὁ κατὰ τὴν μορφὴν (τὸ σχῆμα) φαινόμενος, Ἀνθ. Π. 1. 88.

Greek Monolingual

μορφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται, που είναι εμφανής μόνο κατά τη μορφή του, κατά το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -φανής (< φαίνομαι), πρβλ. μονοφανής].