Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ροδής
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
-ιά, -ί, Ν 1. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του ροδιού 2.το ουδ. ως ουσ. το ροδί το χρώμα του ροδιού. [ΕΤΥΜΟΛ.<ρόδι+ κατάλ. -ης (πρβλ.θαλασσής, σταχτής)].