τρύφαξ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1156] ακος, ὁ, ein Schwelger, Hippodam. bei Stob. flor. 43, 94.
Greek (Liddell-Scott)
τρύφαξ: -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, τρυφηλός, φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
τρυφηλός, μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. στόμφαξ, χαύναξ)].