μυρτάς
English (LSJ)
ὄγχνη, a kind of pear-tree, Pyrus cordata, Nic. Th. 513 (ὄχνης codd.). μυρτάς, -άδος, ἡ, = μυρτίδανον II, Gal. 12.82.
German (Pape)
[Seite 222] άδος, ἡ, = μυρτίδανον 2), Nic. Ther. 513.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτάς: -άδος, ἡ, ὡς τὸ μυρτίνη, εἶδος ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.
Greek Monolingual
μυρτάς, ἡ (Α)
1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» — το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος
2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά της μυρτιάς, το μυρτίδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -άς (πρβλ. μοιχάς)].