Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ουρητήρας
Revision as of 08:50, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
ο (Α οὐρητήρ, -ῆρος) στον πληθ.οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<οὐρῶ+επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. αυλητήρ)].