ξυλολάτρης

Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ξυλολάτρης, ὁ (Μ)
(ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].