ταχυβάτης

Revision as of 15:05, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ου, ὁ, = ταχυβάμων (fast-walking), E. Rh. 134 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] ὁ, = Vorigem, Eur. Rhes. 134.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui va vite, qui marche vite.
Étymologie: ταχύς, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠβάτης: (ᾰ) быстро идущий, скорый, проворный (κατόπτης Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρῆσ. 134.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ταχυβάδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρειβάτης).

Greek Monotonic

τᾰχῠβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατάει γρήγορα, σε Ευρ.

Middle Liddell

τᾰ˘χῠ-βάτης, ου, ὁ, βαίνω
fast-walking, Eur.