ὀξυκέλευθος
English (LSJ)
ον, quick-travelling, δρόμος Nonn.D.5.233 codd. (λοξοκέλευθον Koch, Ludw.).
German (Pape)
[Seite 352] schnell reisend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως ὁδοιπορῶν, Νόνν. Δ. 5. 233· ὁ Gräfe διωξικέλευθον.
Greek Monolingual
ὀξυκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομοκέλευθος)].