ὀξυκέλευθος

Revision as of 15:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ον, quick-travelling, δρόμος Nonn.D.5.233 codd. (λοξοκέλευθον Koch, Ludw.).

German (Pape)

[Seite 352] schnell reisend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως ὁδοιπορῶν, Νόνν. Δ. 5. 233· ὁ Gräfe διωξικέλευθον.

Greek Monolingual

ὀξυκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που διασχίζει τους δρόμους γρήγορα, που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ομοκέλευθος)].