φωτολαμπής

Revision as of 16:40, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ές, blazing with light, κλίμακες Zos.Alch.p.108 B.

German (Pape)

[Seite 1323] ές, lichtglänzend, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

φωτολαμπής: -ές, ὁ λάμπων ἐκ τοῦ φωτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8802.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυριλαμπής, φλογολαμπής].