Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νεφομήκης
Revision as of 10:28, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
νεφομήκης: -ες, φθάνων μέχρι τῶν νεφῶν, Καισάρ. 1004.
Greek Monolingual
νεφομήκης, -ες (Α) αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, του οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<νέφος+ -μήκης (<μῆκος), πρβλ. ουρανομήκης].