θηριόβρωτος
English (LSJ)
ον,= θηρόβορος (devoured by wild animals, eaten by wild beasts, torn by wild beasts), D.S.18.36.
German (Pape)
[Seite 1209] von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.
Russian (Dvoretsky)
θηριόβρωτος: съеденный дикими животными (ἄνδρες Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
θηριόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Διόδ. 18. 36· χιτὼν Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 263, καὶ οὐσιαστ. θηριοβρωσία, ἡ, Θ. Στουδ. Cod. Goisl. 94, tol. 272 vo.
Greek Monolingual
θηριόβρωτος, -ον (Α)
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. αλίβρωτος, εύβρωτος].