θηριόβρωτος

Revision as of 10:54, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,= θηρόβορος (devoured by wild animals, eaten by wild beasts, torn by wild beasts), D.S.18.36.

German (Pape)

[Seite 1209] von Thieren verzehrt, D. Sic. 18, 36.

Russian (Dvoretsky)

θηριόβρωτος: съеденный дикими животными (ἄνδρες Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

θηριόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Διόδ. 18. 36· χιτὼν Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 263, καὶ οὐσιαστ. θηριοβρωσία, ἡ, Θ. Στουδ. Cod. Goisl. 94, tol. 272 vo.

Greek Monolingual

θηριόβρωτος, -ον (Α)
κατασπαραγμένος, καταφαγωμένος από άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. αλίβρωτος, εύβρωτος].