παλινοδώ

Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)
επιστρέφω από τον ίδιο δρόμο
αρχ.
παθ. παλινοδοῦμαι, -έομαι
(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου παλίν-οδος (< ὁδός), πρβλ. ευοδώ].