σαρμός
English (LSJ)
ὁ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, das Zusammengefegte, Kehricht, Hesych.
ὁ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.
[Seite 863] ὁ, das Zusammengefegte, Kehricht, Hesych.