σαρμός

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρμός Medium diacritics: σαρμός Low diacritics: σαρμός Capitals: ΣΑΡΜΟΣ
Transliteration A: sarmós Transliteration B: sarmos Transliteration C: sarmos Beta Code: sarmo/s

English (LSJ)

ὁ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, das Zusammengefegte, Kehricht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σαρμός: ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· ὅθεν σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: ἀνασκάπτω ἄμμον.

Greek Monolingual

ὁ, Α σαίρω (ΙΙ)]
(κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς γῆς καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι χόρτον».