σαρμός
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ὁ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 863] ὁ, das Zusammengefegte, Kehricht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σαρμός: ὁ, κατὰ τὸν Ἡσύχ., σωρὸς χώματος ἢ ἄμμου, κτλ.· ὅθεν σαρμεύω ἐν Ἡρακλεωτ. Πίν. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 136) ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον: ἀνασκάπτω ἄμμον.
Greek Monolingual
ὁ, Α σαίρω (ΙΙ)]
(κατά τον Ησύχ.) «σωρὸς γῆς καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμον, ἄλλοι χόρτον».