τοιχόκρανον

Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

τό, top of a wall, coping, Ph.Bel.83.19.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, Mauerkopf, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχόκρᾱνον: τό, ἡ κορυφὴ τοίχου, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σελ. 83.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ανώτατο άκρο, η κορυφή του τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -κρανον (< κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονόκρανον].