τρυφερόκαρδος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλόκαρδος].
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλόκαρδος].