Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υψιτενής
Revision as of 12:01, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
-ές / ὑψιτενής, -ές, ΝΜ αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός. επίρρ... υψιτενώς Ν κατά τρόπο υψιτενή. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕψι «ψηλά» + -τενής (<τείνω), πρβλ. πολυτενής].