ὑλομανής

Revision as of 12:19, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, (μαίνομαι) mad after the woods, Hsch. (-μανείς cod.).

German (Pape)

[Seite 1177] ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλομᾰνής: -ές, (μαίνομαι) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. φυλλομανέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση
2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνομανής].