Κίλισσα

Revision as of 08:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[ῐ], ης, ἡ,
A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362.
2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.

Russian (Dvoretsky)

Κίλισσα:
Iкиликиянка Aesch., Xen.
II adj. f киликийская (νῆες Her.).

Greek (Liddell-Scott)

Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.

Greek Monolingual

Κίλισσα, η (Α)
1. θηλ. του Κίλιξ
2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» — πλοία της Κιλικίας (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κίλικ-υă < θ. Κίλικ- του Κίλιξ, -ικος) + επίθημα -ya (πρβλ. Φοίνισσα < Φοίνικ-ya)].

English (Woodhouse)

Cilician