Κίλιξ

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίλιξ Medium diacritics: Κίλιξ Low diacritics: Κίλιξ Capitals: ΚΙΛΙΞ
Transliteration A: Kílix Transliteration B: Kilix Transliteration C: Kiliks Beta Code: *ki/lic

English (LSJ)

[ῐ], ῐκος, ὁ,
A a Cilician, mostly in plural, Il.6.397,415: as fem., Κίλιξ χώρα Trag.Adesp.162:—but regul. fem. Κίλισσα (q.v.):—Adj. Κιλίκιος, α, ον, A.Pr.353; K. τράγοι Com.Adesp.806; -ιος as fem., Str.2.1.31, Dsc.1.4: ἡ Κιλικία (sc. γῆ), Cilicia, Hdt.2.34, etc.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
1 habitant ou originaire de Cilicie ; οἱ Κίλικες les Ciliciens;
2 de Cilicie en parl. de choses.
Étymologie: DELG nom mythique.

Russian (Dvoretsky)

Κίλιξ: ῐκος (κῐ) ὁ (dat. pl. Κίλιξιν - эп. Κιλίκεσσιν) житель Киликии, киликиец Hom., Aesch. etc.
ῐκος adj. киликийский (ὄρη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

Κίλιξ: ῐ, -ῐκος, ὁ, κάτοικος Κιλικίας, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ἰλ.· ὡς θηλ., Κίλιξ χώρα, ἔν τινι στίχῳ τοῦ Αἰσχύλ., Εὐστ. 1484, 50, ἴδε ἐν λέξ. ἐπιστροφή· ἀλλ’ ὁμαλὸν θηλ. Κίλισσα, ὃ ἴδε· ― ἐπίθετ. Κιλίκιος, α, ον, Αἰσχύλ. Πρ. 351· Κ. τράγοι Κωμ. Ἀνώνυμ. 215 (πρβλ. Κιλίκιονὡσαύτως -ιος κτλ., Στράβ. 84, Διοσκ. 1. 4· ― ἡ Κιλικία (δηλ. γῆ), Ἡρόδ. 2. 34, κτλ.

English (Slater)

Κῐλιξ
1 Cilician Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (P. 8.16)

Greek Monolingual

Κίλιξ, -ικος, ό, θηλ. Κίλιξ και Κίλισσα (Α)
1. ο κάτοικος της Κιλικίας
2. φρ. «Κίλιξ χώρα» — η Κιλικία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

Κίλιξ: [ῐ], -ῐκος, ὁ, αυτός που είναι από την Κιλικία, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. Κίλισσα, σε Αισχύλ.· επίθ. Κιλίκιος, , -ον, ο Κιλικιανός, στον ίδ.· Κιλικία (ενν. γῆ), η Κιλικία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Κῐ́λιξ, ῐκος, ὁ,
a Cilician, Il.: fem. Κίλισσα, Aesch.: —adj. Κιλίκιος, η, ον Cilician, Aesch.; ἡ Κιλικία, (sc. γῆ), Cilicia, Hdt.

Chinese

原文音譯:Kilik⋯a 企利企阿
詞類次數:專有名詞(8)
原文字根:基利家
字義溯源:基利家;在小亞細亞東南之一省,省會為大數,保羅的出生地。字義:毛巾
出現次數:總共(8);徒(7);加(1)
譯字彙編
1) 基利家(7) 徒6:9; 徒15:23; 徒15:41; 徒21:39; 徒22:3; 徒27:5; 加1:21;
2) 基利家人(1) 徒23:34

English (Woodhouse)

Cilician

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)