λέσχης
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, der Schwätzer, Sprecher, Timon bei D. L. 9, 40; Mein. zu Ath. I p. 6 vermuthet λεσχήν, -ῆνος.
Russian (Dvoretsky)
λέσχης: ου ὁ говорун или собеседник Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
λέσχης: -ου, ὁ, λάλος, πολυλόγος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 40, ἴδε Λοβέκ. Φρυνίχ. 184.