θρυμματίς

Revision as of 08:46, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.

German (Pape)

[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

θρυμμᾰτίς: ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.

Greek Monolingual

θρυμματίς, -ίδος, ἡ (Α) θρύμμα
είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα.