σπάθησις

Revision as of 08:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

εως, ἡ, A striking the web with the σπάθη, Arist.Ph.243b6. II squandering, Suid.

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, das Schlagen u. Dichtmachen des Gewebes mit der σπάθη, Arist. phys. ausc. 7, 2. – Das Verzetteln, Vergeuden, die Verschwendung, Suid.

Russian (Dvoretsky)

σπάθησις: εως (ᾰ) ἡ прибивание утка бердом Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σπάθησις: ἡ, τὸ πλήττειν τὸ ὕφασμα διὰ τῆς σπάθης, ἡ διὰ τῆς σπάθης πύκνωσις τοῦ ὑφάσματος, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4. ΙΙ. σπατάλη, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν σπαθητής, οῦ, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ σπαθῶ
μσν.
διασπάθιση, σπατάλη
αρχ.
το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό.