υψιβόας
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. αυτός που θοά δυνατά
2. όνομα βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].
ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. αυτός που θοά δυνατά
2. όνομα βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλοβόας].