σιτοβολείον
Greek Monolingual
και σιτοβόλιον, τὸ, Α
η σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βολεῖον / -βόλιον μέσω αμάρτυρου σιτοβόλος (πρβλ. σταφιδοβολεῖον)].
και σιτοβόλιον, τὸ, Α
η σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -βολεῖον / -βόλιον μέσω αμάρτυρου σιτοβόλος (πρβλ. σταφιδοβολεῖον)].