σκάλεθρο

Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σκάλεθρον, ΝΑ, και σκάλευθρον Α
εργαλείο με το οποίο ανασκαλεύονται τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
νεοελλ.
μτφ. αυτός που αναμιγνύεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλεύω + επίθημα -θρον (πρβλ. έλκηθρον)].