τελειόκαρπος
Greek (Liddell-Scott)
τελειόκαρπος: ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98.
Greek Monolingual
και τελεόκαρπος, -ον, Μ
(για φυτό) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].