τριγυρίστρα

Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τρογυρίστρα, η, Ν
1. γυναίκα χωρίς ασχολίες που γυρνά στους δρόμους ή σε γνωστά της σπίτια για να περάσει την ώρα της
2. πυώδης φλεγμονή που παρουσιάζεται στην άκρη τών δακτύλων, αλλ. καλαγκάθι, μεθύστρα, κοσκινήστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριγυρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. σφουγγαρίστρα)].