θωρακοπλαστική

Revision as of 07:00, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. εκτομή αριθμού πλευρών για να επιτευχθεί η σύμπτωση τών τοιχωμάτων ενός υποκείμενου πνευματικού σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. thoracoplastie < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -plast- (πρβλ. πλαστική) + κατάλ. -ie].