ἀκροκιόνιον

Revision as of 05:11, 18 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, (κίων) capital of a pillar, Ph.2.147.

Spanish (DGE)

-ου, τό capitel Ph.2.147.

German (Pape)

[Seite 83] τό, Spitze der Säule, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροκιόνιον: τό, (κίων) τὸ κιονόκρανον, Φίλων, 2. 147.

Greek Monolingual

το (Α ἀκροκιόνιον)
η κορυφή του κίονος, το κιονόκρανο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων.