νάτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, (< νάω) flowing, Ἴναχε, νᾶτορ παῖ… Ὠκεανοῦ S. Fr. 270 (anap.), cf. νατταρέον and ναέτωρ.
Russian (Dvoretsky)
νάτωρ: (ᾱ) adj. m плавучий, текущий (Ἴναχος, παῖς Ὠκεανοῦ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, (νάω) ὁ ῥέων, Ἴναχε, νᾶτορ παῖ... Ὠκεανοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 256· πρβλ. «ναέτωρ· ῥέων, πολύρρους» Ἡσύχ.