ῥᾷστος
English (LSJ)
very easy, extremely easy, dead easy; v. ῥᾴδιος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. ῥᾴδιος.
Greek Monolingual
-άστη, -ον, και ῥέϊστος και δωρ. τ. ῥάϊστος, ραΐστη, -ον, και ιων. τ. ῥηΐτατος, -άτη, -ον, Α
(υπερθ. τ.) πάρα πολύ εύκολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (I)].
Greek Monotonic
ῥᾷστος: ανώμ. υπερθ. του ῥᾴδιος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾷστος: superl. к ῥᾴδιος.