Ἰλιακός
English (LSJ)
[ῑλ], ή, όν,
A Ilian, Trojan, μῦθοι AP9.192 (Antiphil.); πόλεμος Str.1.2.9; concerning the Iliad, προσῳδία, title of work by Hdn. Gr.
II ἰλιακά, τά, word of doubtful meaning in PTeb.61 (b).319, cf. 68.88, al. (ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Ἰλιᾰκός: (ῑλ) [adj. к Ἴλιον илионский, троянский (πόλεμος Polyb.; μῦθοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἰλιᾰκός: ῑλ, ή, όν, ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν Ἴλιον, Τρωϊκός, Ἀνθ. Π. 9. 192, Στράβ. 20· ἀναφερόμενον εἰς τὴν Ἰλιάδα, Ἡρῳδιαν., Γραμμ.
Greek Monotonic
Ἰλιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν (Ἴλιον), αυτός που ανήκει στην πόλη του Ιλίου, Τρωϊκός, σε Ανθ.