προσῳδία

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῳδῐ́ᾱ Medium diacritics: προσῳδία Low diacritics: προσωδία Capitals: ΠΡΟΣΩΔΙΑ
Transliteration A: prosōidía Transliteration B: prosōdia Transliteration C: prosodia Beta Code: prosw|di/a

English (LSJ)

ἡ, (ᾠδή)
A song sung to instrumental music = ᾠδὴ πρὸς κιθάραν, Critias 57, cf. Choerob. in Sch.D.T.p.124 H., Hsch., Phot., etc.
2 = προσφώνησις 1, A.Fr.299.
II variation in pitch of the speaking voice, φθόγγοι καὶ προσῳδίαι = tones and voice-modulations, Pl.R.399a.
2 pronunciation of a syllable on a certain pitch, Arist.SE166b1, 177b3 (where Uhlig ad D.T. (index) cj. ὀρός for ὅρος, cf. infr. 3), Po.1461a22; τὸ δασύνειν ἢ ψιλοῦν ἢ ταῖς προσῳδίαις ἑτέρως τῆς συνηθείας ἐκφέρειν Phld. Rh.1.155S., cf. Str.9.2.20, D.H.Comp.11,19, Plu.2.439d, Hermog. Stat.2; ἀναγνωστέον κατὰ προσῳδίαν D.T.629.15; Dionysius . . Thrax . . tres [prosodias] . . tradidit... βαρεῖαν ὀξεῖαν περισπωμένην Gramm. Lat. iv p.529 K.; prosodiam ibi esse dicimus ubi aut sursum est aut deorsum, ib. p.531 K.; Περὶ καθολικῆς προσῳδίας = On prosody in general, title of work by Hdn. Gr., Hdn.Gr.2.924.
3 more generally, to include other normally unwritten differences of pronunciation, viz. quantity and breathing, οὐ δύο μόνον ὑπειλήφασιν εἶναι προσῳδίας γραμματικῶν παῖδες, τήν τε μακρὰν καὶ βραχεῖαν, ἀλλὰ καὶ ὀξεῖαν βαρεῖαν περισπωμένην δασεῖαν ψιλήν S.E.M.1.113, cf. Theon.Prog.13, Choerob.in Sch.D.T.p.124 H.; so Gal.14.583, 591 understands Arist.SE177b3.
4 written marks indicating the above differences of pronunciation, αὐτὸς ὁ χαρακτὴρ τῶν τόνων καὶ τῶν χρόνων καὶ τῶν πνευμάτων, οἷον †, Choerob. l.c.
5 improperly of the πάθη (cf. πάθος IV. 2c), Id.ib.p.125 H.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. chant d'accord avec ; d'où
1 chant pour accompagner la lyre;
2 c. προσφώνησις;
II. t. de gramm. accent prosodique, particul.
1 accent tonique;
2 tout ce qui sert à accentuer le langage (aspiration, accent prosodique des syllabes, apostrophe, etc.).
Étymologie: προσῳδός.

German (Pape)

ἡ, eigentl. der Zugesang, Nebengesang; der Ton od. Accent einer Silbe, die Betonung; φθόγγους τε καὶ προσῳδίας, Plat. Rep. III.399a. Auch das Tonzeichen selbst, ὀξεῖα, βαρεῖα, περισπωμένη, Gravis, Acutus, Circumflex, Gramm., die aber unter diesem Namen auch die übrigen über den Wörtern stehenden Zeichen einbegreifen, welche die Aussprache mit bestimmen, wie Spiritus, Apostroph, Hypodiastole und die Zeichen für Länge und Kürze. – Die Lehre von der Betonung der Silben, und später die Lehre von der Silbenmessung.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσῳδία -ας, ἡ [προσῳδός] begeleidend gezang:. ᾠδὴ πρὸς κιθάραν gezang bij de citer Critias B 57. toonhoogte. Plat. Resp. 399a. manier van uitspreken, prosodie. Aristot. Poët. 1461a22.

Russian (Dvoretsky)

προσῳδία:
1 Aesch. = προσφώνησις;
2 (= поздн. τόνος) акцент, ударение (φθόγγοι τε καὶ προσῳδίαι Plat.);
3 знак ударения: π. ὀξεῖα Arst. (лат. accentus acutus) острое ударение; π. βαρεῖα Arst. (лат. accentus gravis) тяжелое (тупое) ударение;
4 орфографический знак (придыхания, количества или ударения) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσῳδία: ἡ, (ᾠδὴ) ᾆσμα ᾀδόμενον πρὸς μουσικὴν ἐνόργανον, = ᾠδὴ πρὸς κιθάραν, Κριτίας 48, ἔνθα ἴδε Bach.· πρβλ. Α. Β. 703, Ἡσύχ., Φώτ., κλπ. 2) = προσφώνησις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 339. ΙΙ. = τόνος ΙΙ. 2. β. (ὅπερ εἶναι χρῆσις μεταγενεστέρα), ὁ τόνος συλλαβῆς τινος, διάφορος ἀπὸ τῆς μετρικῆς αὐτοῦ ποσότητος καὶ τοῦ ῥητορικοῦ τόνου τῆς ἀπαγγελίας, φθόγγοι καὶ πρ., φθόγγοι καὶ τόνοι, Πλάτ. Πολ. 399 Α, πρβλ. Στράβ. 407, 601, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2) σημεῖον τόνου, πρ. βαρεῖα, ὀξεῖα, περισπωμένη, τὰ τρία διάφορα σημεῖα τοῦ τόνου, πρβλ. Ἀριστ. π. Σοφ. Ἐλέγχ. 23, 1, Ποιητ. 25, 18· - ἀλλ’ ἐλαμβάνετο ἡ λέξις καὶ ἐπὶ ἄλλων σημείων προφορᾶς, ὡς π.χ. τῶν πνευμάτων, ὁ αὐτ. π. Σοφ. Ἐλέγχ. 21, 1· τῆς ἀποστροφῆς ἢ ὑποδιαστολῆς καὶ τῶν σημείων τῆς μακρότητος καὶ τῆς βραχύτητος τῶν συλλαβῶν, Α. Β. 674. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προσῳδία˙ μετ’ ὀργάνου ᾠδή». - Κατὰ Σουΐδ.: «προσῳδία καὶ προσῴδιον, ὕμνος».

Greek Monolingual

η / προσῳδία Ν ΜΑ προσῳδός
άσμα που τραγουδιόταν με τη συνοδεία μουσικού οργάνου
νεοελλ.
1. ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ο οποίος είχε μουσικό μελωδικό χαρακτήρα και διακρινόταν σε μουσικό και δυναμικό
2. η ποσότητα τών συλλαβών στην αρχαία ελληνική γλώσσα, δηλ. η διάκριση τών μακρών από τις βραχείες, η οποία αποτελεί τη βάση τών αρχαίων ελληνικών μέτρων
3. γλωσσ. το σύνολο τών φαινομένων τα οποία, ενώ δεν εντάσσονται στη διπλή άρθρωση της γλώσσας, συνοδεύουν εν τούτοις τον προφορικό λόγο ως αχώριστα στοιχεία του
4. μουσ. οι κανόνες δυναμικής και εκφραστικής εκφοράς μεμονωμένων φθόγγων και οι κανόνες άρθρωσης που διέπουν τη σύνδεση τους

Greek Monotonic

προσῳδία: ἡ (ᾠδή),
I. τραγούδι που άδεται με μουσική από όργανα.
II. τόνος ή προφορά συλλαβής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

προσῳδία, ἡ, [ᾠδή]
I. a song sung to music.
II. the tone or accent of a syllable, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=τραγούδι μέ συνοδεία μουσικῶν ὀργάνων, χρονική ποσότητα συλλαβῶν). Ἀπό τό πρός + ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Bulgarian: прозодия; Catalan: prosòdia; Chinese Mandarin: 詩體學, 诗体学, 韻律學, 韵律学, 詩律學, 诗律学; Czech: prozódie; Danish: prosodi; Dutch: prosodie; Esperanto: prozodio; Finnish: prosodia; French: prosodie; German: Prosodie; Hungarian: verstan; Irish: prosóid; Italian: prosodia; Khmer: ឆន្ទវិទ្យា; Kurdish Northern Kurdish: wezn; Norwegian Bokmål: prosodi; Polish: prozodia; Portuguese: prosódia; Romanian: prosodie; Russian: просодия; Scottish Gaelic: toinneolas; Spanish: prosodia; Swedish: prosodi; Thai: สัทสัมพันธ์; Turkish: vezin; Vietnamese: please add this translation if you can