μεμαίκυλον

Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. μιμαίκυλον. μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. μεμακυῖα, v. μηκάομαι. μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω. μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω. μέμβλωκα, v. βλώσκω. μεμβλώντων· τυχόντων, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμαίκυλον: ἴδε ἐν λέξ. μιμαίκυλον.

Greek Monolingual

μεμαίκυλον, τὸ (Α)
βλ. μιμαίκυλον.