γελοιώδης
English (LSJ)
ες, = γέλοιος ΙΙ, Porph.Chr.55, Procop.Arc.23, Goth. 4.21, Sch.Ar.V.564. Adv. γελοιωδῶς Id.Pl.681, Hsch. s.v. ἀστείως.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de cosas y abstr. ridículo τὸ διήγημα Porph.Chr.55, τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρου esa ridiculez del impuesto Procop.Arc.23.8, μύθῳ ... γελοιώδει Procop.Goth.4.21.17, γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα Sch.Nic.Al.130a, ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεται Tz.ad Lyc.805.
2 de pers. que hace reir, bromista Αἴσωπος ... ὑποκριτὴς γελοιώδης Sch.Ar.V.566.
II adv. γελοιωδῶς
1 de manera ridícula γ. εἴρηκεν Sch.Ar.Pl.681.
2 de modo agradable, de modo divertido Hsch.α 7869.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γελοιώδης: -ες, = γέλοιος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681.