ἀπόδειπνος
English (LSJ)
ἀπόδειπνον, = ἄδειπνος (without dinner, dinnerless, without the evening meal, supperless), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον que no ha cenado Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδειπνος: -ον, «ἄδειπνος» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἀκολουθία, completorium, ὡσαύτως ἀποδείπνιον.