προβατώδης

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ες, like a sheep, simple, Simp. in Epict.p.34 D., Hsch. s.v. βαίκυλος, Sch.Ar.Eq.264.

German (Pape)

[Seite 711] ες, schafartig, wie ein Schaf, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πρόβατον, εὐήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, Εὐσέβ. IV, 513Β, Ἡσύχ. ἐν λέξ. βαίκυλος.

Greek Monolingual

-ες / προβατώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβατον
1. ο όμοιος με πρόβατο
2. μτφ. (για πρόσ.) νωθρός στη διάνοια, ευήθης, ανόητος.
επίρρ...
προβατωδῶς Α
όμοια με πρόβατο.