πρόβατο

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

το / πρόβατον, Ν Μ Α
1. κοινή σήμερα ονομασία θηλαστικού ζώου, με σώμα εύρωστο, μέτριου συνήθως αναστήματος και με τρίχωμα πυκνό, επίμηκες, μαλακό και, κατά κανόνα, κατσαρό, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί το γένος μηρυκαστικών αρτιοδάκτυλων θηλαστικών ovis της οικογένειας bovidae
2. μτφ. άνθρωπος μαλακός, πράος, μειλίχιος ή άνθρωπος αγαθός, αφελής («αυτόν μην τον φοβάσαι, είναι πρόβατο του θεού»)
3. φρ. α) «απολωλός πρόβατον»
(στην ΚΔ) άνθρωπος που παραστράτησε, που παρεξέκλινε από την ορθή πίστη και την ηθική τάξη και, κατ' επέκταση, διεφθαρμένος, άσωτος
β) «πρόβατον επί σφαγήν» — ο καταδικασμένος σε θάνατο, όπως το πασχαλινό αρνί
νεοελλ.
φρ. «πηγαίνει σαν πρόβατο στη σφαγή»
α) έχει υποταχθεί σε μια προκαθορισμένη από άλλους μοίρα χωρίς να θέλει ή να μπορεί να αντιδράσει
β) είναι βαρύθυμος, άκεφος
αρχ.
1. κάθε ζώο που βαδίζει προς τα εμπρός, σε αντιδιαστολή προς το πτηνό, το ερπετό ή το ζώο που ζει μέσα στη θάλασσα και, κυρίως στους Ίωνες και στους Δωριείς, κάθε, ιδίως μικρό σε μέγεθος, τετράποδο βόσκημα («οἱ δὲ πένητες αὐτῶν τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων προτιθέαται», Ηρόδ.)
2. συνεκδ. ποίμνιο ή αγέλη ήμερων ζώων
3. ζώο για σφαγή προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως τροφή ή για την τέλεση θυσίας
4. μτφ. άνθρωπος μικρός, ανόητος ή νωθρός και οκνηρός («προβάτου προβάτερον» — πιο ανόητος και από πρόβατο, παροιμ. φρ. στον Σώφρ.)
5. είδος θαλάσσιου ψαριού
6. (στην εκκλ. γραμματολογία) α) ο Ιησούς Χριστός
β) η Εκκλησία στο σύνολό της
γ) η ανθρωπότητα
7. φρ. α) «χρυσοῦν πρόβατον» — παρωνύμιο ενό ανόητου πολύ πλούσιου ανθρώπου
β) «λέων ἐν προβάτοις» — λεγόταν για τους ρωμαλέους και ισχυρούς που συνήθιζαν να κάνουν επίδειξη της δύναμής τους σε κοινούς αδύναμους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόβατον, που απαντά συνήθως στον πληθ. πρόβατα, αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του ρηματ. επιθ. σε -τος του ρ. προβαίνω με ενεργ. σημ.: πρόβατα «αυτά που βαδίζουν, που προχωρούν», σε αντιδιαστολή προς την ακίνητη περιουσία (πρβλ. αρχ. νορβ. ganganda fe «περιουσία σε ζώα» και πιθ. το χετιττ. iyant «πρόβατα», μτχ. του ija- «πηγαίνω»). Η παραγωγή αυτή της ονομασίας τών προβάτων από το ρ. προ-βαίνω, σύνθ. με την πρόθεση πρό, μαρτυρείται μόνο στην Ελληνική. 'Οσον αφορά στη μορφή της λ., ο τ. δοτικής πληθυντικού πρόβασι που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, γραμματικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η αρχική μορφή της λ. ήταν αθέματη και να τήν αναγάγουν σε αμάρτυρο τ. πρόβα(ν) (πρβλ. πρόβειος, προβιά). Όσον αφορά στη σημ. της, η λ. αρχικά σήμαινε κάθε ζώο που βαδίζει, σε αντιδιαστολή προς τα πτηνά, τα ερπετά και τα ψάρια και, κυρίως στους Ίωνες και στους Δωριείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί κάθε, ιδίως μικρό σε μέγεθος, τετράποδο βόσκημα. Στην αττική διάλεκτο όμως η λ. σημαίνει αποκλειστικά «πρόβατο» και με τη σημ. αυτή η λ. σταδιακά αντικατέστησε τον αρχαιότερο τ. ὄις «πρόβατο». Η λ. πρόβατον, τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος θαλάσσιου ψαριού (πρβλ. σουηδ. simpa, αγγλ. sheep's head «κεφάλι προβάτου», γερμ. Schafskopf), πιθ. λόγω του σχήματος του κεφαλιού του.
ΠΑΡ. προβάτειος, προβατικός, προβατώδης, πρόβ(ε)ιος
αρχ.
προβαταία, προβατεύς, προβάτημα, προβατητικός, προβάτινος, προβάτιον, προβατ(ε)ών
μσν.
προβατύλλιον
μσν.- νεοελλ.
προβατή
νεοελλ.
προβάτα, προβατάκι, προβατάρης, προβατάς, προβατήσιος, προβατίλα, προβατίνα, προβατώ, προβ(ε)ιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) προβατοβοσκός
αρχ.
προβατάγριον, προβατογνώμων, προβατοδόρας, προβατοθύτης, προβατοκάπηλος, προβατοκόμος, προβατοκτηνοτρόφος, προβατοπώλης, προβατοστάσιον, προβατοχίτων
αρχ.-μσν.
προβατοτρόφος
μσν.
προβατοθρέμμων, προβατόνους, προβατοσπαράκτης, προβατοφθόρος, προβατόφρουρος
μσν.- νεοελλ.
προβατέμπορος, προβατονόμιο(ν)
νεοελλ.
προβατοκάμηλος. (Β' συνθετικό) αρχ. καλλιπρόβατος, μισοπρόβατος, πολυπρόβατος, φιλοπρόβατος
νεοελλ.
αιγοπρόβατα, γιδοπρόβατα].