οἰστροδόνητος

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οἰστροδόνητον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

German (Pape)

οἰστροδίνητος; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodierenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αεροδόνητος, πολύδονος].