ῥάματα

Revision as of 09:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).

French (Bailly abrégé)

fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].