σταφυλίς
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A bunch of grapes, Theoc.27.9.
II swollen uvula, Hp.Morb.2.29 vulg. (-ή Littré with good Mss.); Glossaria on γαργαρεών, Hsch.
German (Pape)
[Seite 931] ίδος, ἡ, wie σταφυλή, die Traube, Theocr. 27, 9, eigtl. dimin.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite grappe de raisin;
2 petite tumeur sur la luette.
Étymologie: σταφυλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταφυλίς -ίδος, ἡ [σταφυλή] druif.
Russian (Dvoretsky)
στᾰφῠλίς: ίδος (ῐδ) ἡ виноградная кисть Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, ὡς τὸ σταφυλή, βότρυς, «σταφύλι», Θεόκρ. 27. 9. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ στόματι σταφυλὴ ἐξῳδηκυῖα, ὁ σταφυλίτης πρησμένος, Ἱππ. 471. 4, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. σταφύλι
2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα
3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
στᾰφῠλίς: -ίδος, ἡ, = σταφυλή, τσαμπί σταφύλια, σε Θεόκρ.