ἐγκώμιον

Revision as of 09:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, laudatory ode, eulogy, panegyric, encomium, song in honour of a conqueror, v. ἐγκώμιος II.2.

German (Pape)

[Seite 712] τό, s. ἐγκώμιος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
éloge ; particul. discours ou chant à la gloire de qqn, panégyrique.
Étymologie: ἐν, κῶμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκώμιον: τό, ἴδε τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκώμιον: τό (sc. ἔπος) похвальное слово, хвалебная речь, хвала (τινι Plat. и εἶς τινα Arph.; τὸ ἐ. τῶν ἔργων ἐστὶν ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς Arst.).

English (Woodhouse)

(see also: ἐγκώμιος) praise

Mantoulidis Etymological

(=ὠδή πρός τιμή τοῦ νικητοῦ). Ἀπό τό ἐν + κῶμος (=ἐπινίκειο τραγούδι).
Παράγωγα: ἐγκωμιάζω, ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός, ἐγκωμιαστός, ἀνεγκωμίαστος.