ἐγκώμιος

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκώμιος Medium diacritics: ἐγκώμιος Low diacritics: εγκώμιος Capitals: ΕΓΚΩΜΙΟΣ
Transliteration A: enkṓmios Transliteration B: enkōmios Transliteration C: egkomios Beta Code: e)gkw/mios

English (LSJ)

ἐγκώμιον, (κώμη)
A in the village: hence, native, common, v.l. for ἐγχώριος, Hes.Op.344.
II (κῶμος) belonging to a κῶμος, esp. that which escorted a victor in the games: hence, belonging to the praise of a conqueror, ἐ. μέλη, ὕμνοι, Pi.O.2.47, P.10.53; ἐ. ἀμφὶ τρόπον Id.O.10(11).77; στεφάνων ἐγκώμιος τεθμός the law of praise for prizes won, ib.13.29.
2 Subst. ἐγκώμιον, τό, laudatory ode, D.S.11.11, Ath.13.573f; generally, eulogy, panegyric, Ar.Nu.1205, D.18.207 (pl.), Thphr. Char.3.2, etc.; ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν Pl.Prt. 326a; ἐ. εῐς τινα, κατά τινος, Pl.Min.319c, D.6.9; ἐ. λογικόν in prose, IG7.2727 (Acraephia); ἐ. ἐπικόν ib.419 (Oropus); ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς, opp. τὰ ἐ. τῶν ἔργων, Arist.EN1101b33, cf. Rh.1367b28.

Spanish (DGE)

-ον
propio de la aldea, vecinal χρῆμ' Hes.Op.344
de pers. vecino de una aldea St.Byz.s.u. κώμη.
• Etimología: Cf. κώμη.
-ον
I encomiástico, triunfal de composiciones musicales μέλεα Pi.O.2.47, ὕμνοι Pi.P.10.53, ἀείδετο ... τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον resonaba el santuario con la música triunfal Pi.O.10.77, στεφάνων ἐ. τεθμός de un ritual, Pi.O.13.29, λόγος Eust.1919.19, cf. 1493.11.
II lit. y ret., neutr. subst. τὸ ἐ.
1 encomio, alabanza, elogio como género poét. de celebración de victorias deport. ἐγκώμιά τε ποιοῦντες ᾔδομεν τὸν ἡττώμενον νενικηκότα Pl.Lg.822b, cf. Ly.205c, Io 534c, ἰσθμιακὰ λαβόντες ... ᾄδομεν ἐς τὸν δεσπότην ἐ. Ar.Fr.505, (Πίνδαρος ὁ ποιητής) γέγραφε δὲ βιβλία ἑπτακαίδεκα ... φέρεται δὲ καὶ ... ὑπορχημάτων β', ἐγκώμια, θρήνους Vit.Pi.3.9, cf. Chamael.31.24, Sch.Pi.O.2.39a, cóm. ref. a triunfos oratorios en pleitos εἰς ἐμαυτὸν καὶ τὸν υἱὸν τουτονὶ ... ᾀστέον μοὐγκώμιον Ar.Nu.1205
gener., como composición de alabanza ya sea en prosa o en verso ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς ᾄδοιτ' ἂν ὀρθότατα Pl.Lg.801e, cf. Smp.177a, Isoc.4.186, ἐ. λογικόν encomio en prosa, IOropos 526.11 (I a.C.), Corinth.8(1).19.3, 7 (I d.C.), ἐ. εἰς τὸν θεὸν καταλογάδην IOropos 521.8, cf. 524.3 (ambas I a.C.), ἐ. ἐπικόν encomio en versos épicos, IOropos 526.13 (I a.C.), εἰς τὸν Ἀπόλλωνα IG 12(9).91 (Eretria I a.C.), (ῥήματα) ἐπ' ἐγκωμίων verbos de alabanza A.D.Synt.284.18
c. gen. obj., de pers. o colect. παλαιῶν ἀνδρῶν ἀγαθῶν Pl.Prt.326a, τῆς αὑτοῦ γυναικός Thphr.Char.3.2, τῆς πόλεως Lycurg.75, ὑμῶν D.18.207, cf. Posidon.69, Ῥωμαίων ἢ Καρχηδονίων Plb.9.9.9, cf. D.S.11.11, Philostr.VS 579, de abstr. τῶν ... πεπραγμένων Aeschin.1.140, ἡσυχίας Chio 16.7, ἐπιτηδευμάτων καὶ τεχνῶν Men.Rh.332
c. adj. pos. τὸ σὸν ἐ. Hymn.Is.8 (Maronea)
c. giro prep. περὶ αὐτῆς (τῆς Ἑλένης) Isoc.10.14, καθ' ὑμῶν ἐ. D.6.10, πρὸς υἱόν Men.Fr.602, ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ LXX Es.2.23, εἰς ἀρετήν Amph.Seleuc.49, εἰς δὲ ἀνθρώπους ἐγκώμια op. εἰς θεούς Procl.Chr.35
c. dat. σιλούρῳ συγγράφειν ἐ. Com.Adesp.1146.6, ταῖς ἐπὶ πέρατα παρθενίας ἐλθούσαις τὰ ἐγκώμια ψάλλει Meth.Symp.152, cf. Vett.Val.164.9
c. gen. subjet. Ὁμήρου ἐ. εἰς Μίνων el elogio que Homero hace de Minos Pl.Min.319c
como tít. de obras lit. Ἑλένης ἐ. Gorg.B 11 (tít.), ἐ. πενίας Prodic.B 4 (ap. crít.), φακῆς ἐ. tít. de una obra de Crates, Demetr.Eloc.170, cf. Luc.Musc.Enc.tít., Patr.Enc.tít., ἐ. εἰς Ἠλείους Gorg.B 10 (tít.)
dif. de ἔπαινος: τὸ ... ἐ. λόγος τοῦ καθ' ἕκαστον ἔργου, ὁ δ' ἔπαινος <τοῦ> ... καθόλου Arist.EE 1219b15, cf. Rh.1367b26; dif. de θρῆνος X.Ages.10.3
dif. de ὕμνος: τὸν μὲν ὕμνον εἶναι θεῶν, τὸ δὲ ἐ. θνητῶν Aphth.Prog.8.
2 plu. motivos, objetos de encomio ref. a abstr., c. gen. subjet. ἀπραγμοσύνη ... ἦν καὶ ἠρέμια τὰ θαυμαστὰ ... ἐγκώμια φιλοσόφων Chio 3.5.
• Etimología: Cf. κῶμος.

German (Pape)

[Seite 712] 1) (κώμη) im Dorfe, einheimisch, Hes. O. 342. – 2) (κῶμος) zu einem bacchischen Festaufzuge od. zu einem κῶμος ἐπινίκιος gehörig, einem Aufzuge, in welchem derjenige, der im Wettkampfe gesiegt hat, nach Hause geleitet wird; ὕμνος, das Loblied auf einen Sieger, Pind. P. 10, 53; μέλος Ol. 2, 52 N. 1, 7; στεφάνων τεθμός Ol. 13, 28; τὸ ἐγκώμιον, ἐγκώμια ὥσπερ νενικηκότι Plat. Lys. 205 e; übh. = Lobgesang, Lobrede, Conv. 177 d u. öfter; ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια Prot. 326 a. Gegensatz ψόγος, Legg. VIII, 829 c; ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς Rep. X, 607 a; Folgde; ᾄδωμεν εἰς τὸν δεσπότην ἐγκώμιον Ar. Ath. XV, 677 b. Auch ἐγκώμιος λόγος, Eust. – Von ἔπαινος als das Umfassendere unterschieden, Hermog. progymn. 7; vgl. Arist. eth. Nic. 1, 12, 6, ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς, τὰ δὲ ἐγκώμια τῶν ἔργων, wie rhet. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui se chante pour une fête ou un triomphe.
Étymologie: ἐν, κῶμος.
2ος, ον :
du même bourg, compatriote.
Étymologie: ἐν, κώμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκώμιος: κώμη относящийся к тому же селению, местный: εἰ γάρ τοι καὶ χρῆμ᾽ ἐγκώμιον ἄλλο γένοιτο Hes. если что-л. приключится у тебя дома.
κῶμος хвалебный (ὕμνος Pind.): στεφάνων ἐ. τεθμός Pind. обычай прославления венками.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκώμιος: -ον, (κώμη), ὁ ἐν τῇ κώμῃ, ὅθεν ἐντόπιος, συνήθης, πολὺ ὅμοιον τῷ ἐγχώριος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 342· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 84. ΙΙ. (κῶμος) ἀνήκων εἰς Βακχικὸν θίασον ἢ Βακχικὴν πομπὴν ἢ εἰς κῶμον ἐπινίκιον, καθ’ ὃν ὁ νενικηκὼς ἐν ἀγῶνι προεπέμπετο οἴκαδε ὑπὸ κωμαζόντων φίλων μετὰ χορῶν καὶ ᾀσμάτων: - Ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὰ ἐπίθ. ἐγκώμιος καὶ ἐπικώμιος περὶ παντὸς ἀνήκοντος εἰς ἐξύμνησιν ἢ ἀμοιβὴν νικητοῦ, ἐγκώμ. μέλη, ὕμνοι, κτλ. Ο. 2. 85, Π. 10. 82· ἐγκ. ἀμφὶ τρόπον ὁ αὐτ. Ο. 10 (11). 93· στεφάνων ἐγκώμιος τεθμὸς, ὁ θεσμὸς τοῦ ἐπαίνου (ὁ δίκαιος ἔπαινος) διὰ τοὺς ληφθέντας στεφάνους, αὐτόθι 13. 39. 2) ἐγκώμιον (ἐνν. ἔπος), τό, ἦτο ἐπαινετικὴ ᾠδὴ εἰς νικητήν, οἷαι ἦσαν πολλαὶ τῶν τοῦ Πινδάρου, ἴδε Ἀποσπάσμ. 83-86, Βοικχ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1585· - ἐντεῦθεν ἐν γένει, ἔπαινος, ἐγκώμιον εἰς ζῶντα ἄνθρωπον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1205, Πλάτ., Δημ. 297. 5, κτλ.· τοὺς Μεσσηνίους... εὖ ποιεῖ, ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι καθ' ἡμῶν ἐγκώμιον Δημ. 68. 3: - ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὸ ἔπαινος (τὸ ἐγκ. τῶν ἔργων, ὁ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς), Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 6, Ρητ. 1. 9, 33, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει.

English (Slater)

ἐγκώμιος pertaining to a victory-komos: victory - ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον (O. 10.77) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (P. 10.53) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (O. 13.29)

Greek Monolingual

ἐγκώμιος, -ον (Α)
1. εγχώριος, ντόπιος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε βακχικό θίασο, πομπή ή κώμο.

Greek Monotonic

ἐγκώμιος: -ον (κώμη),·
I. μέσα ή από την ίδια κώμη ή τόπο, ντόπιος, σε Ησίοδ.
II. 1. (κῶμος) αυτός που ανήκει σε Βακχική επινίκεια γιορτή κατά τη διάρκεια της οποίας ο νικητής οδηγούνταν σπίτι συνοδευόμενος από πομπή, συνοδεία μουσικής και χορού.
2. ἐγκώμιον, τό, τιμητικό τραγούδι για κατακτητή, επαινετική, υμνητική ωδή, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἐγ-κώμιος, ον κώμη; κῶμος
I. (κώμἠ in or of the same village, native, Hes.
II. (κῶμοσ) of or belonging to a Bacchic revel, in which the victor was led home in procession with music and dancing:—hence
2. ἐγκώμιον, ου, τό, a song in honour of a conqueror, an eulogy, Ar., Plat.